ραφινέ

ραφινέ
επίθ. άκλ. прям. , перен. рафинированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ραφινέ" в других словарях:

  • ραφινέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)] …   Dictionary of Greek

  • ραφινάτος, -η, -ο — και ραφινέ (άκλ.), διυλισμένος, εκλεπτυσμένος: Το λάδι που πήραμε είναι ραφινέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραφινάδα — η, Ν η ημικατεργασμένη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ή τεύτλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραφινέ + κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»